- λάας
- λάω 1pres ind act 2nd sg (epic)λάω 1imperf ind act 2nd sg (epic)λάω 2seizepres ind act 2nd sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάας — λᾱας, ὁ καὶ ἡ, και λᾱος, ό, και αττ. συνηρ. τ. λᾱς, ό, ἡ (Α) 1. πέτρα, λίθος, ιδίως αυτός που ριχνόταν από τους πολεμιστές (α. «ὅ γ ἐξαῡτις πολὺ μείζονα λᾱαν ἀείρας ἧκ ἐπιδινήσας», Ομ. Οδ. β. «ὅσον τ ἐπὶ λᾱαν ἵησιν», Ομ. Ιλ.) 2. βράχος 3. φρ.… … Dictionary of Greek
λᾶας — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάας — Λάᾱς , Λάας neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶαν — λᾶας stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶε — λᾶας stone masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶος — λᾶας stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάα — Λάας neut voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάαν — Λάας neut voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάαντος — Λάας neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… … Dictionary of Greek